- παστοφόροι
- Αιγύπτιοι ιερείς οι οποίοι, στις πομπές, κρατούσαν τους παστούς, τα αγάλματα, δηλαδή, ή τα ξόανα των διαφόρων θεοτήτων. Ανήκαν σε μια τάξη της θρησκευτικής ιεραρχίας και κατοικούσαν στο παστοφόριο, ένα ανεξάρτητο οίκημα δίπλα στον ναό, που το χρησιμοποιούσαν για να φυλάγονται άμφια, ιερά σκεύη, τα πολύτιμα αντικείμενα των προσφορών, καθώς και τα περισσεύματα της θείας κοινωνίας. Όταν στην Ελλάδα και στη Ρώμη άρχισαν να λατρεύουν και ξένες θεότητες (Ισις, Σέραπις), δημιουργήθηκε η τάξη των π., που στην ιεραρχία ήταν αμέσως μετά τον μεγάλο αρχιερέα.
Dictionary of Greek. 2013.